- ξεμασκαλίζω
- ξεμασκάλισα, ξεμασκαλίστηκα, ξεμασκαλισμένος, κόβω βλαστάρι από μασχάλη φυτού για μεταφύτευση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεμασκαλίζω — ξεμασκαλίζω, ξεμασκάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεμασκαλίζω — και ξεμασχαλίζω 1. κόβω βλαστό φυτού από τη μασχάλη με σκοπό τη μεταφύτευση 2. αποσπώ βλαστό ή κλαδί φυτού με το χέρι 3. κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια 4. μτφ. (για πρόσ.) βγάζω τη μασχάλη, εξαρθρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μασκάλη / … Dictionary of Greek
ξεμασκαλίδι — και ξεμασχαλίδι, το βλαστός φυτού που αποσπάστηκε από μασχάλη με σκοπό τη μεταφύτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεμασκαλίζω / ξεμασχαλίζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. σκουπ ίδι)] … Dictionary of Greek
ξεμασκαλιστός — ή, ό [ξεμασκαλίζω] (για βλαστούς ή για κλαδιά δέντρων) αυτός που αποσπάστηκε ή κόπηκε με τα χέρια και όχι με κλαδευτήρι … Dictionary of Greek